- αναδυναμώνω
- 1. (ενεργ. και μέσ.) ανακτώ τις δυνάμεις μου, ξαναδυναμώνω2. κάνω κάποιον ικανό να ανακτήσει τις δυνάμεις του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + δυναμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.